σπρώξιμο — το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σπρώχνω, ώθηση, σπρωξιά 2. μτφ. α) παρακίνηση, προτροπή β) (για άνδρα) η συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπρωξ τού αορ. έσπρωξα τού σπρώχνω + κατάλ. ιμο (πρβλ. τρέξ ιμο)] … Dictionary of Greek
έρειση — η (Α ἔρεισις) [ερείδω] 1. στήριξη, υποστήριξη, στύλωμα 2. σπρώξιμο, πίεση με δύναμη (ιδιαίτερα στην κωπηλασία) αρχ. 1. βάση, σημείο βάσης, στήριξης 2. αναμόχλευση, μετακίνηση με μοχλό … Dictionary of Greek
αμπωσιά — η (Μ ἀμπωσιά) ώθηση, σπρώξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀμπωσ , ἄμπωσα, αόρ. τού ρ. ἀμπώθω] … Dictionary of Greek
γκρεμνοβόλημα — και γκρεμοβόλισμα, το σπρώξιμο προς γκρεμό και πέσιμο από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γκρεμνοβόλημα < γκρεμνοβολώ και η λ. γκρεμνοβόλισμα < γκρεμνοβολίζω] … Dictionary of Greek
ξεσκούντημα — το [ξεσκουντώ] 1. σπρώξιμο κάποιον για ν αλλάξει θέση, για να μετακινηθεί 2. παρακίνηση, παρότρυνση κάποιου για να κάνει κάτι … Dictionary of Greek
πατιά — η πάτημα, ζούληγμα, σπρώξιμο προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατώ + κατάλ. ιά (πρβλ. βρισ ιά, σπρωξ ιά)] … Dictionary of Greek
περίωσις — ώσεως, ἡ, Α [περιωθώ] η εξώθηση, το σπρώξιμο εδώ κι εκεί … Dictionary of Greek
ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… … Dictionary of Greek
προωθισμός — ὁ, Α ώθηση, σπρώξιμο προς τα εμπρός, προώθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προωθῶ + κατάλ. ισμός (< ρ. σε ίζω)] … Dictionary of Greek
προώθηση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προωθώ, η ώθηση, το σπρώξιμο προς τα εμπρός 2. συνεκδ. στρ. βαθμιαία προχώρηση, σταδιακή κατάληψη νέων θέσεων προς την κατεύθυνση τού εχθρού 3. αστροναυτ. η προωστική δράση διαστημικής συσκευής, η πρόωση 4 … Dictionary of Greek