σπρώξιμο

σπρώξιμο
το
1.σπρωξιά, σκούντημα: Με σπρωξίματα άνοιξε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος.
2. παρακίνηση: Χρειάζεται λίγο σπρώξιμο για να μελετήσει τα μαθήματά του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σπρώξιμο — το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σπρώχνω, ώθηση, σπρωξιά 2. μτφ. α) παρακίνηση, προτροπή β) (για άνδρα) η συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπρωξ τού αορ. έσπρωξα τού σπρώχνω + κατάλ. ιμο (πρβλ. τρέξ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • έρειση — η (Α ἔρεισις) [ερείδω] 1. στήριξη, υποστήριξη, στύλωμα 2. σπρώξιμο, πίεση με δύναμη (ιδιαίτερα στην κωπηλασία) αρχ. 1. βάση, σημείο βάσης, στήριξης 2. αναμόχλευση, μετακίνηση με μοχλό …   Dictionary of Greek

  • αμπωσιά — η (Μ ἀμπωσιά) ώθηση, σπρώξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀμπωσ , ἄμπωσα, αόρ. τού ρ. ἀμπώθω] …   Dictionary of Greek

  • γκρεμνοβόλημα — και γκρεμοβόλισμα, το σπρώξιμο προς γκρεμό και πέσιμο από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γκρεμνοβόλημα < γκρεμνοβολώ και η λ. γκρεμνοβόλισμα < γκρεμνοβολίζω] …   Dictionary of Greek

  • ξεσκούντημα — το [ξεσκουντώ] 1. σπρώξιμο κάποιον για ν αλλάξει θέση, για να μετακινηθεί 2. παρακίνηση, παρότρυνση κάποιου για να κάνει κάτι …   Dictionary of Greek

  • πατιά — η πάτημα, ζούληγμα, σπρώξιμο προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατώ + κατάλ. ιά (πρβλ. βρισ ιά, σπρωξ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • περίωσις — ώσεως, ἡ, Α [περιωθώ] η εξώθηση, το σπρώξιμο εδώ κι εκεί …   Dictionary of Greek

  • ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… …   Dictionary of Greek

  • προωθισμός — ὁ, Α ώθηση, σπρώξιμο προς τα εμπρός, προώθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προωθῶ + κατάλ. ισμός (< ρ. σε ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • προώθηση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προωθώ, η ώθηση, το σπρώξιμο προς τα εμπρός 2. συνεκδ. στρ. βαθμιαία προχώρηση, σταδιακή κατάληψη νέων θέσεων προς την κατεύθυνση τού εχθρού 3. αστροναυτ. η προωστική δράση διαστημικής συσκευής, η πρόωση 4 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”